Από την αξιοσημείωτη, αλλά όχι και τόσο αιφνίδια, είδηση της απόλυσης του Carlo Ancelotti από τον πάγκο των «Βαυαρών» ανακύπτουν αναμφίβολα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις προπονητικές δεξιότητες του Ιταλού προπονητή, τη σχέση του με το project Bayern και την αμηχανία της γερμανικής υπερδύναμης απέναντι στην άκρατη εμπορευματοποίηση του αθλήματος. Η πανωλεθρία στο Παρίσι (αν και αδικεί τη Bayern το εις βάρος της 3-0) ήταν απλώς η κορυφή ενός παγόβουνου, στη βάση του οποίου κρύβονται ημιτελή σχέδια και διαψευσμένες προσδοκίες. Ως ποδοσφαιριστής, ο Ancelotti, μετά από μια αξιοπρεπή πενταετία στη Roma, έχτισε όνομα ως εργάτης πολυτελείας στην υπερηχητική Milan του Sacchi και των «Ιπτάμενων Ολλανδών» (Van Basten, Gullit, Rijkaard), ήταν δηλαδή ενεργό (βασικό και αναντικατάστατο) μέλος στην αναβίωση του total football στα late 80s. Κορυφαία στιγμή της ποδοσφαιρικής του διαδρομής (με την ιδιότητα του παίκτη) η εντυπωσιακή εμφάνιση και το πανέμορφο γκολ που σημείωσε στον επικό ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών 1989, όταν η Milan συνέτριψε στο San Siro τη Real Madrid με 5-0 σε μία από τις καλύτερες ποδοσφαιρικές παραστάσεις όλων των εποχών. Όταν η αχτύπητη Μίλαν του Sacchi και των "Ιπτάμενων Ολλανδών" ταπείνωσε, με όμορφο γκολ του Αντσελότι, τη Ρεάλ στον πρώτο ημιτελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών 1989... Πάντως, την είσοδό του στο hall of fame του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, ο Ancelotti την οφείλει αναμφίβολα στην –γεμάτη τρόπαια, δόξα και φήμη- προπονητική του καριέρα. Η πρώτη του δουλειά στην ταπεινή Regianna κρίνεται άκρως επιτυχημένη, καθώς ο «Καρλίτο» την ανέβασε στη Serie A στη μία και μοναδική χρονιά που κάθισε στον πάγκο της. Η διετία του στην Parma ήταν επίσης ιδιαίτερα καρποφόρα, αφού στην πρώτη του σεζόν στον πάγκο των «Παρμέντσι» ο Ancelotti οδήγησε την πλούσια τότε Parma στην κατάκτηση εισιτηρίου για το επόμενο Champions League. Παίζοντας ένα 4-4-2, σαφώς επηρεασμένο από τον μέντορά του, Sacchi, ο Ancelotti τα τσούγκρισε με τη διοίκηση της ομάδας, καθώς αρνήθηκε να δεχθεί το πολυτελές δώρο που του ετοίμασε, τον «Μικρό Βούδα» Roberto Baggio, θεωρώντας ότι δεν ταιριάζει στα τακτικά του πλάνα. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι παρά τον κατοπινό του μύθο ως διαχειριστής προσωπικοτήτων, ο Ιταλός, στην αρχή της καριέρας του, ήταν περισσότερο tactician και λιγότερο «ψυχολόγος». Επόμενη πρόκληση η διαδοχή του σπουδαίου Marcelo Lippi στη Juventus, σε έναν γαλαξία αστέρων, όπου δέσποζαν οι Del Piero και Zidane. Η διετία του στο Τορίνο, παρά την επιμονή του στην τακτική του δασκάλου Sacchi, δεν υπήρξε επιτυχής, από τη στιγμή που το πολύ ποιοτικό ρόστερ της Juventus δεν κατόρθωσε να κατακτήσει κάποιον σημαντικό εγχώριο ή διεθνή τίτλο. Η οκταετία του στη Milan (2001-2009), με τις κατακτήσεις, μεταξύ άλλων, δύο Champions League (και έναν αλησμόνητο, χαμένο τελικό-αυτοκτονία στην Πόλη) αποτελεί αναμφίβολα την πιο σημαντική περίοδο της προπονητικής του διαδρομής. Στο Μιλάνο, ο Ancelotti ισορρόπησε ιδανικά ανάμεσα στο ρόλο του διαχειριστή μεγάλων ονομάτων (Maldini, Nesta, Cafu, Pirlo, Kaka, Seedorf, Shevchenko κ.λπ.) και του τακτικά ευέλικτου - καινοτόμου manager. Tο σχήμα «χριστουγεννιάτικο δέντρο», 4-3-2-1, πέρασε ήδη στην ιστορία, με τον Pirlo σε πρωτοποριακό (τότε) ρόλο deep lying playmaker, δύο προωθημένους «κόφτες» (Gattuso, Ambrosini), τον Seedorf ως ιδιόρρυθμο box to box με βοήθειες στο πλάι και τον Kaka σε ρόλο τελευταίου παλιού και πρώτου σύγχρονου «δεκαριού» (οργανωτής και second striker ταυτόχρονα). Η κορυφαία παράσταση των "Ροσονέρι" υπό την τεχνική ηγεσία του Αντσελότι απέναντι στο φαβορί εκείνης της χρονιάς, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ... Από εκείνο το σημείο και πέρα, ο Ancelotti διατηρείται στο υψηλότερο επίπεδο από το μύθο του κορυφαίου man manager, έχοντας υποβαθμίσει εντελώς το ρόλο του ως football manager. Στην Chelsea απελευθέρωσε τις «βεντέτες» μετά την υπεραναλυτική περίοδο του Special One, κατακτώντας μεν την Premier League, χωρίς πάντως να εξελίξει το ποδόσφαιρο των «μπλε» και χωρίς να κατακτήσει την πολυπόθητη ευρωπαϊκή κούπα. Στην Paris Saint Germain εγκαινίασε την περίοδο της «αραβικής αυτοκρατορίας», διαχειριζόμενος με μαεστρία ισχυρές προσωπικότητες και δύσκολα αποδυτήρια (με Ibrahimovic μεταξύ άλλων), οδηγώντας την Paris στον πρώτο τίτλο της νέας εποχής, χωρίς πάντως να εντυπωσιάσει με το ποδόσφαιρο που απέδιδε. Στον πιο απαιτητικό πάγκο του πλανήτη, ο Ancelotti, διαδεχόμενος ξανά τον υπεραναλυτικό Mourinho, έφερε στη Μαδρίτη το πολυπόθητο 10ο τρόπαιο Πρωταθλήτριας Ευρώπης, διατηρώντας καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του άριστες σχέσεις με τους σταρ της ομάδας, με αποκορύφωμα τον CR7. Ο Ancelotti έγινε ο μόνος προπονητής που έχει κατακτήσει τρεις φορές, και μάλιστα με δυο διαφορετικές ομάδες, το Champions League, στη νεότερη εκδοχή του θεσμού (1992-93 και μετά). Αφού αποδείχθηκε επανειλημμένα ικανός διαχειριστής υλικού μετά από υπεραναλυτικούς tacticians, ο πάγκος της Bayern έμοιαζε ιδανική πρόκληση για τον Ancelotti, ιδίως μετά την χορταστική (σε θέαμα), αλλά άκαρπη (στο Champions League) τριετία του football philosopher Pep. Ωστόσο, ο «Καρλίτο» και η διοίκηση της Bayern υποτίμησαν τη φθοροποιό επίδραση του χρόνου. Ο Ancelotti δεν είχε αυτή τη φορά να εμπνεύσει μεγάλα ονόματα στο peak της καριέρας τους, αλλά σπουδαίους ποδοσφαιριστές, για τους οποίους πλησιάζει (Robben, Ribery) ή έφτασε (Lahm, Xabi Alonso) το πλήρωμα του χρόνου, έτοιμους να κρεμάσουν τα ποδοσφαιρικά τους παπούτσια. Η φιλοδοξία του να επαναφέρει τους Βαυαρούς στην κορυφή της Ευρώπης επισκίασε την ανάγκη για ανανέωση, το αίτημα για «τόπο στα νιάτα», το οποίο είχε ξεκινήσει ήδη ο Pep, αλλά διέκοψε απότομα –χάριν της βραχυπρόθεσμης δόξας- ο Ancelotti. Έτσι, οι πολύ ταλαντούχοι Coman, Renato Sanchez, Kimmich δεν πήραν τις ευκαιρίες που χρειάζονταν, για να ωριμάσουν και για να αναδειχθούν σε βασικά κι αναντικατάστατα στελέχη της νέας Bayern. Όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός, «όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα». Μαζί με το βραχυπρόθεσμο όνειρο για το 6ο Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης, βυθίστηκε αύτανδρο και το μακροπρόθεσμο όραμα για τη Bayern της επόμενης δεκαετίας. Το οξύμωρο της υπόθεσης έγκειται στο ότι η αγωνιστική στασιμότητα των «Βαυαρών» δεν οφείλεται τόσο στο ότι δεν μπήκε έγκαιρα νέο αίμα στην ομάδα, όσο στη ρήξη των καλών σχέσεων του Ancelotti με τις βεντέτες της Bayern. Η μεγαλύτερη ήττα του Ιταλού έχει να κάνει με το ότι απέτυχε στο στοιχείο του, στην ιδιότητα εκείνη (man manager), στην οποία επένδυσε όλη τη λαμπρή προπονητική του ύπαρξη, παραγκωνίζοντας κάθε τακτική καινοτομία, αφήνοντας οριστικά κι αμετάκλητα πίσω του τον πρώιμο tactician εαυτό του. Ακόμα μια φορά αποδεικνύεται ότι το timing παίζει το μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή, άρα και στο πιο διασκεδαστικό ασήμαντο κομμάτι της, στο ποδόσφαιρο. Οι ανθρώπινες σχέσεις χτίζονται, διαμορφώνονται και λύνονται μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια που θέτει ο χρόνος. Δεδομένου τούτου, ίσως τελικά ο Ancelotti να ήταν κατάλληλος για τη Bayern ως ο ιδανικός διάδοχος-συνεχιστής του «τρεμπλούχου» Heynckes (2012-13), όταν ακόμα τα μεγάλα ονόματα των Βαυαρών βρίσκονταν στην καλύτερη φάση της καριέρας τους, και όχι ως ο οικοδόμος μιας νέας ομάδας, την οποία σχεδίασε και επιμελήθηκε, στα πρωτόλεια βήματά της, ο Guardiola. Τέλος, ο Ancelotti έπεσε θύμα της κακής συγκυρίας, στην οποία βρίσκεται η Bayern ως οργανισμός. Από τη μια, αγοράζει ό, τι κινείται στο εγχώριο μεταγραφικό παζάρι (Götze, Lewandowski, Süle κ.λπ.) νοθεύοντας σε εξοργιστικό βαθμό τον ανταγωνισμό. Με αυτό τον τρόπο, όμως, χάνει την αντίσταση που χρειάζεται από τους άμεσους αντιπάλους της (π.χ. Dortmund), ώστε να παρουσιάζεται δυνατή και στα μεγάλα ραντεβού των προημιτελικών και ημιτελικών του Champions League. Από την άλλη, η ριζοσπαστική προσέγγιση των Γερμανών στο ποδόσφαιρο (εταιρίες λαϊκής βάσης κατά το 50%+1 των μετοχών, απαγόρευση υπερχρέωσης συλλόγων) διατηρεί πράγματι μια αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης σε ένα άθλημα-εμπορευματοποιημένο προϊόν, όπου διευρύνεται όλο και πιο πολύ το χάσμα «πατρικείων» και «πληβείων». Όμως, η φιλόδοξη ελίτ της χώρας, όπως η Bayern, δεν μπορεί πια να συμμετέχει στο χορό αμύθητων ποσών που στήνουν οι εκτός συνόρων άμεσοι ανταγωνιστές της (Barca, Real, Paris και οι αγγλικοί κολοσσοί) για την αγορά των καλύτερων ταλέντων και των super stars του πλανήτη. Το πολύ-πολύ να αγοράζει έναν παίκτη διαφοράς της Lyon, για τον οποίο δεν ενδιαφέρονται τα άλλα super clubs (Tolisso) και να αποκτά, με τη μορφή δανεισμού, έναν αναπληρωματικό πολυτελείας της Real (James Rodriguez). Καταληκτικά, η βραχύβια σχέση Ancelotti-Bayern επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι το γυαλί ραγίζει με συνυπαιτιότητα και των δύο πλευρών και ότι πάντοτε μια άδοξα τελειωμένη ανθρώπινη σχέση αφήνει ανοιχτό το παράθυρο του αναστοχασμού και της αυτοβελτίωσης. Ο Ancelotti αποκομίζει ότι σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο άθλημα, με διαρκείς τακτικές προσαρμογές, δεν μπορεί να σταθεί στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο μονάχα με το (αμφισβητούμενο πλέον) χάρισμά του στην ανάπτυξη εξαιρετικού κώδικα επικοινωνίας με τους super stars. Αν επιμείνει στον man management μονόδρομο που έχει επιλέξει ανεπιστρεπτί εδώ και χρόνια, τότε και ο πιθανότερος επόμενος σταθμός του (Milan) ενδέχεται να οδηγήσει σε νέα εκκωφαντική αποτυχία, καθώς οι «Ροσονέρι» πλέον δεν είναι μια πανίσχυρη, καλοκουρδισμένη μηχανή, αλλά μια loser, καινούρια ομάδα που αναζητά εναγωνίως αγωνιστική ταυτότητα. Η Bayern αντιλαμβάνεται ότι το να διατηρηθείς στην κορυφή είναι μια σύνθετη άσκηση ισορροπίας που δεν διασφαλίζεται με μαγικές λύσεις (ανάθεση της δουλειάς σε έμπειρο, κορυφαίο προπονητή), αλλά συχνά απαιτεί τη ρήξη με τις δυσλειτουργικές πια νοοτροπίες που κάποτε σε έφτασαν ψηλά. Η διάθεση των «Βαυαρών» να πάνε σε μια επιλογή τεχνικού από τη nouvelle vague του γερμανικού και, κατ΄ επέκταση του παγκόσμιου, ποδοσφαίρου (Tuchel, Nagelsmann) φανερώνει μια ριζική αλλαγή πλεύσης, τα αποτελέσματα της οποίας αναμένονται με αρκετό ενδιαφέρον από τους φιλάθλους που, ανεξαρτήτως οπαδικών προτιμήσεων, θέλουν να βλέπουν σε υψηλές πτήσεις μια από τις πιο ιστορικές ομάδες, μια από τις πιο βαριές φανέλες της ευρωπαϊκής ηπείρου. Το άδοξο κύκνειο άσμα του Αντσελότι κατά το αποτυχημένο πέρασμά του από την τεχνική ηγεσία των "Βαυαρών"...
0 Comments
|
Author |