21 Σεπτεμβρίου 2013: Η Barca περνάει σαν σίφουνας από το Vallecas επικρατώντας με 4-0 της συμπαθέστατης Rayo του (αμετανόητου με το proactive παιχνίδι ανεξαρτήτως αντιπάλου) Paco Jemez. Η είδηση εκείνης της ημέρας, πάντως, ήταν ότι για πρώτη φορά στην εποχή του tiki taka (του παραδείγματος προς μίμηση ως προς το παιχνίδι κατοχής) η Barca τελειώνει ένα παιχνίδι με μικρότερο ποσοστό κατοχής μπάλας από τον αντίπαλό της. Παρά την ευρεία έκταση του σκορ, οι παροικούντες στον καταλανικό οργανισμό ανησυχούν σφόδρα για την προσέγγιση του Tata που θίγει τα ιερά και τα όσια του mes que un club, παρεμβαίνοντας στο γενετικό κώδικα των Blaugrana (κληρονομιά του Cruyff και, στη σύγχρονη εκδοχή, του Pep).
Η σεζόν 2013-2014, παρά την επική ανατροπή στο Bernabeu με μοναδική παράσταση του Messi (4-3), εκ του αποτελέσματος υπήρξε αποτυχημένη, καθώς η πολεμική αρμάδα του Cholo πλήγωσε δις τη Barcelona, μία στα προημιτελικά του Champions League και μία στον «τελικό» που έκρινε τον τίτλο της Primera (τελευταία αγωνιστική στο Camp Nou). Δεν είναι τυχαίο ότι η Barca βραχυκύκλωσε πλήρως απέναντι στην κορυφαία reactive ομάδα του πλανήτη όταν κλήθηκε να διαχειριστεί μια πολύ γνώριμη και άκρως αποτελεσματική επί Pep κατάσταση, την εύρεση χώρων με συντριπτικό υπέρ της ποσοστό κατοχής μπάλας. Ο Tata Martino (μαθητής του football philosopher Marcelo Bielsa) έφυγε με τη στάμπα του ξένου σώματος από τη Βαρκελώνη και τον αντικατέστησε ένα δικό τους παιδί Luis Enrique, ο οποίος εφαρμόζει στο ακέραιο την τακτική του Martino με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Ο Tata διείδε ότι η εποχή του tiki taka έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Από μια εξωτερική οπτική γωνία αντιλήφθηκε ότι έχει βρεθεί το αντίδοτο (Inter και Chelsea, ομάδες με τη σφραγίδα του Mourinho και κυρίως Atletico, μια reactive ομάδα με θανατηφόρες αντεπιθέσεις). Στο εσωτερικό του καταλανικού συλλόγου δεν υπήρχαν πια οι ιδανικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του tiki taka (της εξάντλησης, έως και ταπείνωσης του αντιπάλου διά της συντριπτικής κατοχής). Η τακτική του Pep βασιζόταν στην αρμονική συνύπαρξη τριών θεμελιωδών στοιχείων που έπρεπε να συντρέχουν μαζί: α) αλάνθαστο και υπομονετικό passing game, β) ασφυκτικό pressing με το που πάρει ο αντίπαλος την μπάλα στα πόδια του και γ) positional play μεταξύ των γραμμών για να βρεθεί ο αδύναμος κρίκος της άμυνας. Επί Martino, όμως, είχαν επέλθει ήδη ορισμένες κρίσιμες αλλαγές σε επίπεδο παικτών. Ο εγκέφαλος και εμβληματικός αρχηγός Xavi είχε πια μεγαλώσει και η οξεία αντίληψή του δεν μπορούσε να καλύψει πια στο έπακρο το χάντικαπ των αργών ποδιών. Ο επίσης κουρασμένος Dani Alves δεν ήταν δυνατό να κάνει διαρκώς overlaps, για να δίνει το αναγκαίο πλάτος που απαιτεί το παιχνίδι κατοχής απέναντι σε κλειστές άμυνες. Ο αρτίστας Iniesta, καταπονημένος από συνεχόμενες χρονιές με 70+ παιχνίδια, δεν μπορούσε σε κάθε παιχνίδι να αναλαμβάνει τη μπαγκέτα του μαέστρου. Ο επίγειος θεός Messi (αναμφισβήτητα κορυφαίος, αλλά πολύ πιο γήινος πια σε σχέση με την εξωπραγματική πενταετία 2008-2012) υπέφερε από τραυματισμούς και έπρεπε να συμμετέχει όσο το δυνατό λιγότερο στο παιχνίδι, ώστε να κρατάει ενέργεια για το finishing και τη φονική τελική πάσα που σμπαραλιάζει την αντίπαλη άμυνα. Ο νεοαποκτηθείς Neymar και ο Alexis ήταν πολύ διαφορετικά εξτρέμ σε σχέση με τον πιστό στρατιώτη Pedro. Και τα δύο αυτά εξτρέμ αρέσκονται στο open play, στο γρήγορο transition που βρίσκει ανοργάνωτο τον άξονα και την τελευταία γραμμή άμυνας του αντιπάλου. Ενόψει των παραπάνω δεδομένων, ο Martino συνειδητοποίησε ότι η Barca έπρεπε να θυσιάσει στο μέτρο του δυνατού την αντίληψη παιχνιδιού που καθήλωσε μπροστά στις οθόνες τους εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο, να «σκοτώσει» ένα συστατικό κομμάτι του εαυτού της, προκειμένου να παραμείνει στην ελίτ των super clubs. Προσπάθησε να υιοθετήσει ένα είδος gegenpressing (στοχευμένου pressing στο τελευταίο τρίτο του γηπέδου) και γρήγορου transition, με κάπως περιορισμένα ρίσκα ως προς τα ανεβάσματα των στόπερ και του ενός τουλάχιστον πλάγιου μπακ. Ο Luis Enrique συνέχισε τη δουλειά του Tata, έχοντας επιπλέον στη φαρέτρα του δύο κομβικούς παίκτες, τον εργάτη πολυτελείας Rakitic (ιδανικό παίκτη για ορθολογικό transition, χωρίς φυσικά να έχει τη μοναδική οξυδέρκεια του Xavi) και τον συνεργατικό killer-μαχητή-all around σέντερ φορ Suarez. Έτσι, σκοπός των υπόλοιπων 7 παικτών (4 στην άμυνα, 3 στο κέντρο, με σημείο αναφοράς τον Iniesta) είναι να ελέγχουν τον ρυθμό (είτε με είτε χωρίς τη μπάλα) και να ψάχνουν την αιφνιδιαστική πάσα προς την καλύτερη επιθετική τριάδα στην ιστορία της Barca και ίσως στην ιστορία του αθλήματος (MSN). Έτσι, κανείς από τους fantastic three δεν χρειάζεται να καταναλώνει άσκοπες δυνάμεις για να βοηθάει από χαμηλά σε ένα εξαντλητικό (κι αυτοκαταστροφικό πλέον) passing game. Ωστόσο, όταν ο αντίπαλος παίζει πολύ κλειστά, αυτή η πιο συντηρητική προσέγγιση απαιτεί προωθήσεις των δύο πλάγιων μπακ κι εκεί η Barca γέρνει αναπόφευκτα προς τα αριστερά, με τον Jordi Alba να αφήνει συχνά ακάλυπτα τα νώτα του (δεν έχει βρεθεί εξάλλου άξιος αντικαταστάτης του Dani Alves στο δεξί άκρο της άμυνας), βρίσκοντας τον μπελά της με ομάδες στιλ Atletico. Με τον αιρετικό τρόπο του Tata υλοποιούμενο από τον Luis Enrique, οι Blaugrana πλήγωσαν δις τον μέντορά τους Pep, τον αρχιτέκτονα ενός καλλιτεχνικού αριστουργήματος (2008-2012). Και τις δύο φορές (με Bayern στον προπέρσινο ημιτελικό και με City στο χθεσινό ματς της φάσης των ομίλων) η Barca αντιμετώπισε ομάδες κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του ποδοσφαιρικού DNA της και τις κατατρόπωσε βάζοντας η ίδια νερό στο κρασί της. Συμπέρασμα: Ακόμα και οι πιο απαιτητικές/πλουσιότερες ομάδες του πλανήτη ενίοτε αμφισβητούν τις σταθερές τους και θυσιάζουν βραχυπρόθεσμα το αποτέλεσμα, για να χτίσουν σε στέρεες βάσεις κάτι καινούριο, εξίσου μακροπρόθεσμο, συμβάλλοντας έτσι στην περαιτέρω εξέλιξη του δημοφιλούς αθλήματος. Μια πολύ χρήσιμη υπενθύμιση στους εγχώριους παράγοντες που εξαρτούν την παραμονή ενός προπονητή στον πάγκο αποκλειστικά και μόνο από το αποτέλεσμα μιας βραδιάς (π.χ. απομάκρυνση Δέλλα πέρυσι μετά το 4-0 στο «Καραϊσκάκης»).
0 Comments
|
Author |