Το ζευγάρι Βραζιλία-Ιταλία δεν συνιστά απλώς μια αναμέτρηση, σε εθνικό επίπεδο, των δύο πιο πετυχημένων αντιπροσωπευτικών συγκροτημάτων στα Παγκόσμια Κύπελλα διαχρονικά (5 κατακτήσεις η «Σελεσάο», 4 οι «Ατζούρι»), αλλά και το αποτύπωμα στο γήπεδο δύο διαφορετικών τρόπων αντίληψης του ποδοσφαίρου. Το ποδόσφαιρο ως διαδραστικό παιχνίδι με κοινωνικές καταβολές, άρα με εγγενή δυναμισμό, διαρκώς εξελίσσεται πάνω στον άξονα “proactive” (σύστημα κατοχής/πρωτοβουλίας) – “reactive” (σύστημα αναχαίτισης/αναμονής). Τρεις αγώνες που συνέβαλαν στην επικράτηση πότε της proactive και πότε της reactive λογικής με διαφορά 12 ετών ο ένας από τον άλλο είχαν ως κοινό παρονομαστή τη Βραζιλία και την Ιταλία (1970, 1982, 1994). Το 1970 στα γήπεδα του Μεξικού έλαβε χώρα η πιο εντυπωσιακή, από πλευράς θεάματος, διοργάνωση στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων. Μέχρι εκείνη τη χρονιά, το catenaccio, η ρεαλιστική (έως και κυνική) προσέγγιση του Helenio Herrera, φαινόταν η ακλόνητη συνταγή επιτυχίας στα sixties. Η Inter του Herrera έφτασε στην κατάκτηση δύο συνεχόμενων Κυπέλλων Πρωταθλητριών (1964, 1965) φέρνοντας τον libero στο προσκήνιο της ιστορίας. Μοναδική παραφωνία η ήττα από την Celtic στον τελικό του 1967, ένα πυροτέχνημα που άφησε τη φλόγα του ποδοσφαίρου πρωτοβουλίας, έστω και λίγο, αναμμένη. Στο στάδιο Aztecas της Πόλης του Μεξικό μπροστά στα μάτια 108 χιλιάδων θεατών συντελέσθηκε μια ποδοσφαιρική επανάσταση, μια καλλιτεχνική παράσταση που όμοια της δεν ξαναείδαμε ποτέ μέχρι σήμερα. Αντίπαλες στον μεγάλο τελικό η οραματική Βραζιλία των «μάγων» Jairzinho, Clodoaldo, Tostao και, φυσικά, Pele και η σκληροτράχηλη Ιταλία της αμυντικής προσήλωσης και της αναζήτησης μιας «στιγμής» από τους Riva και Mazzola. Όλοι περίμεναν μια μάχη τακτικής ανάμεσα στο φουλ επιθετικό 4-2-4 των Βραζιλιάνων (κατ’ ουσίαν 3-2-5, καθώς ο Carlos Alberto μόνο στα χαρτιά εμφανιζόταν ως δεξί μπακ) και στο άκρως συντηρητικό (ειδικά για εκείνη την εποχή) 5-3-2 των Ιταλών. Ο Ιταλός coach Valgareggi φοβήθηκε να παρατάξει στην ίδια ενδεκάδα τους δύο εξαιρετικούς playmaker που διέθετε (Mazzola, Rivera) προτιμώντας τον πρώτο και αφήνοντας δυσαρεστημένο στον πάγκο τον δεύτερο. Στο πρώτο ημίχρονο το παιχνίδι ήταν πράγματι αμφίρροπο. Η «Σελεσάο» προηγήθηκε με τον super star της, Pele, στο 18ο λεπτό, ωστόσο οι «Ατζούρι» βρήκαν τον τρόπο να ισοφαρίσουν με τον killer Boninsegna. Το δεύτερο ημίχρονο ήταν, όμως, παράσταση για έναν ρόλο, με τη Βραζιλία να φτάνει σε στρατοσφαιρικά ύψη αυτοματισμών και αυθόρμητου jogo bonito που καμιά άλλη ομάδα (ούτε ο Ajax των early 70s ούτε η Milan των late 80s ούτε η Barca 2009-2011) δεν άγγιξε ποτέ. Το κερασάκι στην τούρτα, το 4-1 από τον δεξιό μπακ-χαφ-εξτρέμ-εσωτερικό επιθετικό Carlos Alberto στο 86ο λεπτό, συνιστά την επιτομή της αρμονικής συνύπαρξης ατομικής ποιότητας και συλλογικού πνεύματος. Έτσι, με εμβληματικό τρόπο, χάρη στον μέντορα Mario Zagallo, το catenaccio ηττήθηκε κατά κράτος και η φαντασία αναρριχήθηκε στην εξουσία. Η αξεπέραστη παράσταση της Σελεσάο στον τελικό του 1970... Στην Ισπανία, δώδεκα χρόνια μετά (1982), η Βραζιλία έστειλε μια φουρνιά που έμοιαζε αρκετά με την αξεπέραστη ομάδα του 1970, αποτελούμενη από αντισυμβατικούς «καλλιτέχνες» της στρογγυλής θεάς, όπως ο Socrates και ο Zico, με δίδυμο αμυντικών χαφ τους άκρως δημιουργικούς (και καθόλου καταστροφικούς) Falcao και Cerezo. Ξεκίνησε τη διοργάνωση εντυπωσιακά, συνδυάζοντας αποτελέσματα (με αποκορύφωμα το 3-1 επί της αιώνιας αντιπάλου Αργεντινής) και πλούσιο θέαμα. Από την άλλη, η Ιταλία προκρίθηκε από τον πρώτο γύρο χάρη στον συντελεστή τερμάτων, γεννώντας προβληματισμούς για την δυσλειτουργική επίθεση και για την πολύ αργή ανάπτυξη. Λόγω του ιδιότυπου συστήματος διεξαγωγής (δύο φάσεις ομίλων), στο Estadio Sarria της Βαρκελώνης οι Βραζιλιάνοι βολεύονταν και με την ισοπαλία για να περάσουν στα ημιτελικά, ενώ οι Ιταλοί έψαχναν μόνο τη νίκη. Η «Σελεσάο» ήταν μια φύσει επιθετική ομάδα που το στιλ (ο τρόπος που φτάνεις στο στόχο) την ενδιέφερε περισσότερο από την ουσία (το στόχο). Οι «Ατζούρι», παρά την πίεση για νίκη, δεν επρόκειτο να αλλάξουν την πατροπαράδοτη τακτική τους: υπομονή μέχρι την κατάλληλη στιγμή. Οι Ιταλοί, με απόλυτο πρωταγωνιστή τον Paolo Rossi, που επέστρεψε στην ενεργό δράση μετά από δύο χρόνια αποκλεισμού λόγω συμμετοχής σε σκάνδαλο στημένων αγώνων, αιφνιδίασαν και προηγήθηκαν με 1-0 στο 5ο μόλις λεπτό. Η απάντηση της «Σελεσάο» υπήρξε άμεση, μετά από μαγικό συνδυασμό Zico-Socrates, ο «Σωκράτης» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου στο 12ο λεπτό έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα του Zoff. Είχαν μπει ήδη οι βάσεις για έναν από τους πιο αξιομνημόνευτους αγώνες στην ιστορία του αθλήματος. Το 4-2-2-2 (κατ’ ουσίαν 4-2-4) της Βραζιλίας κόντρα στο κλασικό 5-3-2 της Ιταλίας. Κόντρα στη ροή του αγώνα, στο 25ο λεπτό, ο Rossi εκμεταλλεύθηκε ένα μοιραίο λάθος του Cerezo κι έφερε την ομάδα του και πάλι μπροστά στο σκορ. Στο δεύτερο ημίχρονο το άγχος άρχισε να βαραίνει τα πόδια των φινετσάτων Βραζιλιάνων, οι οποίοι γλίτωσαν το τρίτο τέρμα και κατάφεραν να φτάσουν στην πολύτιμη ισοφάριση με τέρμα του box to box Falcao μετά από 68 λεπτά αγώνα. Η άμυνα και η διαχείριση αποτελέσματος ήταν, όμως, άγνωστες έννοιες για τους Βραζιλιάνους. Έτσι, πλήρωσαν την έμφαση που έδιναν στο jogo bonito, στη χαρά του παιχνιδιού, με το πιο ακριβό τίμημα, δεχόμενοι το τρίτο και μοιραίο γκολ από τον Rossi (74ο λεπτό). Παρά την πίεση στα λεπτά που ακολούθησαν, οι πραγματιστές Ιταλοί κράτησαν με τη γνωστή αμυντική τους αρτιότητα και αυτοθυσία το αποτέλεσμα, κατακτώντας στη συνέχεια τον τίτλο, σφραγίζοντας παράλληλα μια ολόκληρη εποχή για το άθλημα. Από εκείνη τη στιγμή και πέρα, ποτέ ξανά η «Σελεσάο» δεν παρουσίασε μια τόσο ατόφια κι αυθεντική εκδοχή φαντεζί παιχνιδιού, καθώς συμβιβάστηκε πλέον με το χρυσάφι των τίτλων ως αυτοσκοπό της διαδρομής. Όταν το jogo bonito τιμωρήθηκε από τον ιταλικό ρεαλισμό σε ένα από τα πιο συναρπαστικά παιχνίδια στην ιστορία του Μουντιάλ... Το τρίτο και τελευταίο μεγάλο ραντεβού των δύο ομάδων έγινε στα γήπεδα των Ηνωμένων Πολιτειών, στον τελικό του 1994. Πολλοί φίλαθλοι, λόγω και της τοπικής εγγύτητας με το Μεξικό, είχαν την ψευδαίσθηση ότι θα βλέπαμε μια φαντασμαγορία ανάλογη του 1970. Ωστόσο, η αγωνιστική νοοτροπία της Βραζιλίας είχε αλλάξει ριζικά. Ο Parreira θυσίαζε ξεκάθαρα το θέαμα για την ουσία, έφτιαξε μια ομάδα εργατών που θα διασφάλιζαν το μηδέν προκειμένου το φονικό επιθετικό δίδυμο Romario-Bebeto να βρει τη «στιγμή» του και να επιφέρει το θανάσιμο πλήγμα στον αντίπαλο. Είχε επέλθει, συνεπώς, σε μεγάλο βαθμό «ιταλοποίηση» της άλλοτε πεπεισμένης κι, ενίοτε, αφελούς ομάδας-συνώνυμο της πάση θυσία επίθεσης. Από την άλλη, η Ιταλία επέμενε στην παραδοσιακή κορυφαία αμυντική της σχολή (με πρωτεργάτες το τείχος της άμυνας της Πρωταθλήτριας Ευρώπης Milan, Baresi και Maldini), την οποία, όμως, εμπλούτιζε με τις απρόβλεπτες πινελιές ομορφιάς του «Μικρού Βούδα», Roberto Baggio, που έφερε τους «Ατζούρι» με την αδιαμφισβήτητη κλάση του στον τελικό. Στο Los Angeles έλαβε χώρα ο χειρότερος τελικός στην ιστορία των Μουντιάλ, μια πραγματική «κακοποίηση» του αθλήματος, που απογοήτευσε τους 95 χιλιάδες οπαδούς, οι οποίοι, έστω και προσωρινά, είχαν προσηλυτισθεί από το soccer στη χώρα-γενέτειρα του μπάσκετ και του μπέιζμπολ. Μετά από μια σκακιστική μάχη τακτικής χωρίς ίχνος αυθορμητισμού και δίχως εκατέρωθεν ρίσκα, οδηγηθήκαμε με μαθηματική ακρίβεια στη διαδικασία των πέναλτι. Εκεί, ο ήρωας της διοργάνωσης, Baggio, έγινε ξαφνικά ο μοιραίος, λυγίζοντας μπροστά στο βάρος της ευθύνης, τροφοδοτώντας έτσι με την εικόνα του τραγικού ήρωα μέχρι και τη διαφημιστική καμπάνια του Johnny Walker. Οι Βραζιλιάνοι επέστρεψαν στο θρόνο τους μετά από 24 χρόνια άκαρπου jogo bonito, αφιέρωσαν τη νίκη τους στον αείμνηστο Ayrton Senna (είχε σκοτωθεί λίγους μήνες πριν, την Πρωτομαγιά του 1994, στην πίστα της Imola), αλλά είχαν πετύχει μια πύρρειο νίκη. Είχαν πουλήσει την ψυχή τους στο διάβολο για να κατακτήσουν τη δόξα και το χρυσάφι του βαρύτιμου τροπαίου. Το χαμένο πέναλτι του "Μικρού Βούδα", η επιστροφή της "Σελεσάο" στο θρόνο στο χειρότερο ίσως τελικό στην ιστορία του Μουντιάλ... Μετά από έναν τόσο κακό ποιοτικά τελικό, όπου η reactive λογική είχε αναδειχθεί στο There Is No Alternative του αθλήματος, η proactive προσέγγιση αντεπιτέθηκε, παρουσιάζοντας σύγχρονες εκδοχές θεαματικού παιχνιδιού με περισσότερο ορθολογισμό, χωρίς την αμυντική αφέλεια της παλιάς, ρομαντικής αλεγρίας (κατά κύριο λόγο Ισπανία και Barca 2008-2012, αλλά και Γερμανία 2006-2014 ή Bayern 2010 και πέρα). Αποδείχθηκε περίτρανα ότι στο ποδόσφαιρο, όπως στις κοινωνίες και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, δεν κηρύσσεται οριστικά κι αμετάκλητα ένα «τέλος της ιστορίας», αλλά η εξέλιξη -ως απρόβλεπτη πορεία διαρκών ups και downs της εκάστοτε ιδέας-προσέγγισης και όχι ως μια γραμμική νομοτέλεια- αποτελεί συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης.
0 Comments
|
Author |