Πρόκειται αναμφίβολα για τον μεγαλύτερο ποδοσφαιριστή που αγωνίσθηκε στα ελληνικά γήπεδα. Δεν υπάρχει άλλωστε άλλος κάτοχος Χρυσής Μπάλας που να έχει τιμήσει με την παρουσία του το υποβαθμισμένο προϊόν στη χώρα μας. Γεννημένος το 1972 στο Recife του Pernambuco, ο Vitor Borba Ferreira Rivaldo ξεκίνησε από την κλασική (για Βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή) και συνάμα τραγική (από άποψη κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων) αφετηρία: τις φαβέλες και τους δρόμους, όπου η αυθορμησία και η ελευθερία κινήσεων (συστατικά του jogo bonito) σε κάνουν να ξεχνάς τα βάσανα της σκληρής καθημερινότητας. Η ψηλόλιγνη κοψιά του, στα όρια του «σκελετού», είναι απότοκο του υποσιτισμού της παιδικής ηλικίας. Οι κακουχίες δεν τον κατέβαλαν, αντίθετα τον πείσμωσαν με έναν «καλώς νοούμενο» εγωισμό, ώστε να ξεφύγει από την προορισμένη κάστα του με το να γίνει κάποτε ο καλύτερος παίκτης του κόσμου. Υπέγραψε το πρώτο επαγγελματικό του συμβόλαιο σε ηλικία 16 ετών στην τοπική Paulistano. Ο πρόωρος χαμός του πατέρα του σε αυτοκινητικό δυστύχημα τον επόμενο χρόνο δεν τον επηρέασε, δεν τον έβγαλε σπιθαμή από την αξιοθαύμαστη –καθ’ όλη τη διάρκεια της 25ετούς διαδρομής- στοχοπροσήλωση. Οι μεστές εμφανίσεις του με τη Santa Cruz τον έφεραν στην περιφέρεια του Sao Paulo και συγκεκριμένα στη Mogi Mirim (1992-1993), ομάδα στην οποία είναι σήμερα πρόεδρος. Το εκπληκτικά ώριμο και ουσιαστικό για 20χρονο παιχνίδι του τον οδήγησαν σε δύο από τα μεγαλύτερα clubs της Βραζιλίας: την Corinthians (1993-1994) και την Palmeiras (1994-1996), όπου σε μια διετία έκανε το μπαμ, κατέκτησε πρωτάθλημα και προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών ευρωπαϊκών συλλόγων, με την πανίσχυρη τότε Parma να φτάνει μια ανάσα από την απόκτησή του. Το υπερατλαντικό ταξίδι το πραγματοποίησε τελικά το καλοκαίρι του 1996 για λογαριασμό της ανερχόμενης Deportivo La Coruna. Η «Σούπερ Ντεπόρ» δεν είχε φτάσει φυσικά ακόμα στα standards της καλοκουρδισμένης μηχανής του Irureta στα early 2000s, αλλά η παρουσία του Rivaldo (21 γκολ σε 41 συμμετοχές) ήταν αρκετή για να την οδηγήσει στην καλύτερη μέχρι τότε πορεία της ιστορίας της (3η θέση). Στη Γαλικία ο Βραζιλιάνος αρτίστας έμεινε μόνο για ένα χρόνο, αλλά άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του, γεμίζοντας επίσης τα ταμεία της Coruna με 26 εκατ. δολλάρια σε ένα super deal με τη Barca. Ο Ribo στη Γαλικία... Η Καταλονία θα είναι πάντα το λιμάνι του Ribo, ο χωροχρόνος (1997-2002) στον οποίο θα τον θυμόμαστε ως έναν από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. Μέσα σε μια πενταετία, κέρδισε σειρά (περισσότερο) ατομικών και (λιγότερο) ομαδικών διακρίσεων, χωρίς μάλιστα η Barca να έχει τη δυναμική της υπερομάδας νωρίτερα υπό τον Cruyff ή αργότερα υπό τον Rijkaard και τον Pep. Σε αυτή τη δύσκολη, μεταβατική περίοδο για το σύλλογο, ο Rivaldo ήταν φάρος ελπίδας για τους Blaugrana, σκοράροντας ακατάπαυστα και ταϊζοντας με ασίστ τον Kluivert. Στην πρώτη του σεζόν αναδείχθηκε σε απόλυτο πρωταγωνιστή με 19 γκολ σε 34 αγώνες, οδηγώντας τη Barcelona στο νταμπλ, παραγκωνίζοντας από την ενδεκάδα το «διόσκουρό» του Giovanni, με τον οποίο οι τροχιές τους ξανασυναντήθηκαν για μία σεζόν στον Ολυμπιακό (2004-05). Η Barca δεν είχε διάρκεια στην απόδοσή της (με λαμπρή εξαίρεση το πρωτάθλημα του 1999), αλλά ο Ribo συνέχιζε ακάθεκτος να καταπλήσσει με τα κατορθώματά του το απαιτητικό κοινό. Το 1999 κερδίζει τη Χρυσή Μπάλα της Uefa και το Βραβείο της Fifa για τον καλύτερο ποδοσφαιριστή του κόσμου. Η παράστασή του στο επικό Barca-Manchester United 3-3 έμεινε για πάντα στην ιστορία σε μια χρονιά που οι Blaugrana απέτυχαν να διακριθούν στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση, ενώ οι «Κόκκινοι Διάβολοι» του Sir Alex έφτασαν σε ένα αλησμόνητο τρεμπλ. Τα πρώτα σύννεφα στη σχέση του με τον ιδιοφυή, αλλά ιδιόρρυθμο και πάντα προβληματικό στις διαπροσωπικές επαφές του με τις βεντέτες, Van Gaal, φούντωσαν τα σενάρια για μετακίνησή του στην Premier League και, συγκεκριμένα, στην πανίσχυρη τότε Manchester United. Στη διαμάχη Ribo-Van Gaal το κοινό του Camp Nou, αδημονώντας για τις νέες εμπνεύσεις του Βραζιλιάνου αρτίστα, πήρε ξεκάθαρα θέση υπέρ του κορυφαίου ποδοσφαιριστή στον κόσμο την προηγούμενη σεζόν. Η επιμονή (σχεδόν εμμονή) του LVG να χρησιμοποιεί τον Rivaldo σαν αριστερό εξτρέμ, ζητώντας του ταυτόχρονα να συγκλίνει και να μαρκάρει, ήταν μεν μπροστά από την εποχή της (π.χ. CR7, Messi, Hazard, Neymar κ.λ.π.), αλλά ο Βραζιλιάνος δεν είχε ούτε την υπομονή ούτε τις φυσικές δυνάμεις να ανταποκριθεί τακτικά σε έναν ριζικά διαφορετικό ρόλο σε σχέση με την αγαπημένη του θέση (advanced playmaker). Με πρωταγωνιστή τον Βραζιλιάνο (10 γκολ), η Barca έφτασε στα ημιτελικά του Champions League, όπου αποκλείσθηκε με κάτω τα χέρια από τις εκπληκτικές «Νυχτερίδες» του Hector Raul Cuper. Ο Van Gaal πλήρωσε το μάρμαρο του αποκλεισμού-σοκ και, κυρίως, των κακών σχέσεων με τον Βραζιλιάνο σούπερ σταρ. Η Barca βυθίστηκε σε μια εσωστρέφεια χωρίς όραμα και ο Ribo (απελευθερωμένος από το τακτικό σφιχτό ζωνάρι του Ολλανδού) έσωσε την επόμενη σεζόν (2000-01) χάρη σε ένα επικό χατ τρικ (με εμβληματικό το γκολ-ψαλιδάκι στο 88ό λεπτό) απέναντι στην Valencia στο τελευταίο παιχνίδι της σεζόν, εξασφαλίζοντας σχεδόν μόνος του το εισιτήριο για το επόμενο Champions League. Η επόμενη σεζόν (2001-02) κύλισε σε ρηχά νερά τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, ενώ η επάνοδος του Van Gaal ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι οδηγώντας τις δύο πλευρές στη λύση της συνεργασίας τους. Η Barca θα έβρισκε τον επόμενο χρόνο το νέο της είδωλο στο πρόσωπο του Ronaldinho (ενός ακόμα παιδιού γεννημένου και ανδρωμένου στις φαβέλες, ενός αυθεντικού «καλλιτέχνη του δρόμου») και θα γινόταν τα επόμενα χρόνια υπερδύναμη χάρη στο άστρο του Messi και την τακτική ιδιοφυϊα του Pep, του Xavi και του Iniesta. Από την άλλη, ο Rivaldo σαν προφήτης θα μάζευε τα μπογαλάκια του και θα διέδιδε μέχρι τη δύση της καριέρας του το κήρυγμά του σε άλλες ομάδες, χώρες, ηπείρους, αφήνοντας σαν παρακαταθήκη στον καταλανικό ναό 86 γκολ σε 157 συμμετοχές κι άφθονες στιγμές μαγείας. Στιγμιότυπα από την επική αναμέτρηση στη φάση των ομίλων του Champions League 1998-99 με τη σφραγίδα του Rivaldo... Το αλησμόνητο χατ-τρικ (με σήμα-κατατεθέν το γκολ με ανάποδο ψαλίδι) που χάρισε στους Blaugrana το εισιτήριο για το επόμενο Champions League... Μετά από ένα εκπληκτικό Μουντιάλ στα γήπεδα της Άπω Ανατολής (το οποίο θα εξετάσουμε στη συνέχεια), υπέγραψε τριετές συμβόλαιο ως ελεύθερος στη Milan. Οι «Ροσονέρι» διέθεταν τότε μία από τις καλύτερες ομάδες της ιστορίας τους και ο Ancelotti ως κορυφαίος manager-διαχειριστής προσωπικοτήτων διαχρονικά τα πάει πολύ καλά με τα μεγάλα ονόματα. Κι όμως, στο San Siro τίποτα δεν ήταν ίδιο, το ραγδαία εξελισσόμενο ποδόσφαιρο της ταχυδύναμης έμοιαζε να τον έχει ξεπεράσει. Η ειρωνεία της τύχης έγκειται στο ότι το χρυσό δισκοπότηρο (Champions League) που έπρεπε να πάρει στο ζενίθ της καριέρας του ως απόλυτος πρωταγωνιστής στη Barca, το κατέκτησε ως κομπάρσος πολυτελείας στη Milan (2002-03). Η δεύτερη σεζόν του ήταν ακόμα χειρότερη από την πρώτη και το Δεκέμβρη οι δυο πλευρές οδηγήθηκαν συναινετικά στη λύση της συνεργασίας τους. Τουλάχιστον, ο Ribo άφησε πίσω του ως μέντορας το νέο μεγάλο ηγέτη των Μιλανέζων, τον διάδοχο του Zico, Kaka. Ο Rivaldo βρήκε προσωρινά καταφύγιο στην πατρίδα του (Cruzeiro), συνεχίζοντας τις πολύ προβληματικές εμφανίσεις του (11 αγώνες χωρίς να βρει δίχτυα). Πολλοί προεξοφλούσαν ότι το τέλος είναι κοντά. Ο χορτασμένος από διακρίσεις και ξεχωριστές «στιγμές» Βραζιλιάνος αντιμετωπιζόταν σχεδόν από το σύνολο του ποδοσφαιρικού κόσμου ως παλαίμαχος, ως ένα άστρο που έσβησε απότομα. Αναζητώντας το επόμενο συμβόλαιό του σε μια σχετικά νορμάλ ηλικία (32 ετών) έπεφτε πάνω σε αλλεπάλληλες αρνήσεις και σε εξευτελιστικές για τον εγωισμό του προτάσεις (π.χ. δοκιμή από Celtic και Bolton πριν την υπογραφή). Ο Ολυμπιακός του Κόκκαλη ήταν από τις ελάχιστες ομάδες που του πρόσφεραν ένα πλουσιοπάροχο συμβόλαιο, χωρίς να αξιώνουν υπό αίρεση να αποδείξει στο χορτάρι την αυταπόδεικτη κλάση του. Η προσγείωσή του σε μια χώρα που μεθούσε από το νέκταρ του θαύματος του Da Luz έμοιαζε με αρκετά ασφαλή επιλογή για τον Βραζιλιάνο αστέρα, ο οποίος θα έβρισκε μετά από χρόνια τον παλιόφιλό του Gio, για να κάνουν πλάκα στις αντίπαλες άμυνες ενός αρκετά βατού πρωταθλήματος. Στην πρώτη του χρονιά (2004-05), μετά από κάποιες μέτριες εμφανίσεις, οι οποίες έφεραν μουρμούρες, ο Ribo ξεδίπλωσε όλο το φάσμα του πλούσιου ταλέντου του. Ενδεικτικά, γκολ που έκρινε το ντέρμπι με τον αιώνιο αντίπαλο Παναθηναϊκό, γκολ-παραλίγο πρόκριση μες στο Anfield (και τα δύο με εκτελέσεις φάουλ), ένα από τα πιο όμορφα τέρματα που έχουν μπει ποτέ σε τελικό Κυπέλλου Ελλάδας απέναντι στον Άρη, τριγωνάκι-όνειρο με συνεργούς τους έτερους «Λάτιν», Giovanni και Castillo, στον αγώνα με τον ΠΑΟΚ, γκολ-τίτλος την τελευταία αγωνιστική απέναντι στον Ηρακλή. Ο Bajevic έμοιαζε με τον Van Gaal στα θέματα που είχε με τα μεγάλα ονόματα, τα οποία δεν υπηρετούν πιστά το τακτικό του πλάνο. Η αγάπη του κόσμου προς τον Ribo (σε συνδυασμό με το αντίο του αγαπημένου παιδιού της «ερυθρόλευκης» κερκίδας, Gio) οδήγησε στη λύση της συνεργασίας με τον νταμπλούχο «Πρίγκιπα» και σε δυο ακόμα χρόνια απόλυτης εξάρτησης της ομάδας από τον Βραζιλιάνο «μάγο». Τα δύο αυτά χρόνια συνοδεύθηκαν από καθοριστικά γκολ σε κρίσιμα ματς (με Παναθηναϊκό και ΑΕΚ), από ισάριθμους τίτλους, από καθολική αποδοχή του Ribo από τον φίλαθλο κόσμο της χώρας. Οι συνεχόμενες, όμως, αποτυχίες στο Champions League χρεώθηκαν εν μέρει στην έλλειψη καλής ανασταλτικής λειτουργίας, στην οποία σε όλη του την καριέρα ο Rivaldo έλαμπε διά της απουσίας του. Έτσι, η διοίκηση του Ολυμπιακού του πρόσφερε νέο συμβόλαιο με μειωμένες αποδοχές και ο ψυχρός ορθολογιστής –σε θέματα οικονομικής διαχείρισης- Βραζιλιάνος αρνήθηκε να ανανεώσει. Έτσι, το καλοκαίρι του 2007 ο Ribo συνέχισε να κοσμεί με την παρουσία του τα ελληνικά γήπεδα με την «κιτρινόμαυρη» φανέλα. Η ΑΕΚ, ως αντίπαλο δέος του Ολυμπιακού, στηριζόταν σε ένα κράμα έμπειρων προσωπικοτήτων (Δέλλας, Ζήκος, Λυμπερόπουλος) και ταλαντούχων ποδοσφαιριστών (Παπασταθόπουλος), με τον Βραζιλιάνο να κάνει τη διαφορά, αναδεικνύοντας με τις τελικές πάσες του πρώτο σκόρερ τον Blanco. Στην ΑΕΚ δεν σκόραρε όσο στον Ολυμπιακό, αλλά ήταν εξίσου (ίσως και περισσότερο) καταλυτικός στη συνολική λειτουργία της ομάδας, έδινε νοοτροπία νικητή σε μια ηττοπαθή ομάδα. Η μοναδική παράστασή του-οιονεί εκδίκηση απέναντι στον Ολυμπιακό του Κόκκαλη (ο οποίος τον είχε απορρίψει το περασμένο καλοκαίρι) και τα τέσσερα υψωμένα δάχτυλα μετά το τέλος του αγώνα θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη κάθε φιλάθλου της ΑΕΚ. Δυστυχώς, το πρωτάθλημα κρίθηκε στις αίθουσες των δικαστηρίων και όχι στο γήπεδο, αλλά η ασίστ-σμπαράλιασμα της αντίπαλης άμυνας στον Edinho (στο δεύτερο γκολ του θριάμβου με τον Ολυμπιακό) συμπυκνώνει σε ένα ενσταντανέ τη μεγάλη (αν και σύντομη) παρουσία του αρτίστα με τα κιτρινόμαυρα. Το γκολ-ποίημα στον τελικό Κυπέλλου Ελλάδας του 2005... Όταν οι "Λάτιν" του Ολυμπιακού εξαφάνισαν τη μπάλα... Τα τέσσερα υψωμένα δάχτυλα του Rivaldo στην πιο εμβληματική παράστασή του με την "κιτρινόμαυρη" φανέλα... Η απογοήτευση από το χαμένο πρωτάθλημα, η ανάγκη λιτότητας μετά την οικονομική υπέρβαση και ο κακός μεταγραφικός σχεδιασμός είχαν ως συνέπεια να φύγει η ραχοκοκαλιά της ομάδας. Ξενερωμένος ο Rivaldo, άδραξε την ευκαιρία να κερδίσει τα πιο εύκολα λεφτά της καριέρας του (10 εκατ. ευρώ για 2 χρόνια), επιλέγοντας ως επόμενο προορισμό του το εξωτικό (νεόπλουτο) Ουζμπεκιστάν. Σε αντίθεση με άλλους μεγάλους σταρ του παρελθόντος δεν βολεύτηκε πάνω στο μυθικό συμβόλαιο, αλλά ήταν ο απόλυτος ποδοσφαιρικός ήρωας της Bunyodkor, πετυχαίνοντας σε δύο χρόνια 33 γκολ σε 53 συμμετοχές. Αφού ενέδωσε στα χρήματα, αποφάσισε σε ηλικία 38 ετών (2010) να επιστρέψει στα χρόνια της αθωότητας, αναλαμβάνοντας παίκτης-πρόεδρος (!!!) στην πρώτη αγάπη και παντοτινή (Mogi Mirim). Πάντως, τα λεφτά και η δόξα της Sao Paulo ήταν δέλεαρ για να εγκαταλείψει προσωρινά το «φιλανθρωπικό» του έργο. Το ντεμπούτο με τη Sao Paulo ήταν ονειρικό, πετυχαίνοντας ένα φανταστικό τέρμα-μικρογραφία όλων των θαυμάτων που μας προσέφερε το μαγικό αριστερό του πόδι, ωστόσο η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη. Τα χρόνια είχαν περάσει ανεπιστρεπτί και το βραζιλιάνικο πρωτάθλημα είχε ενδώσει εν μέρει στην τακτική προσέγγιση και την ταχυδύναμη των Ευρωπαίων. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τη Sao Caetano, έκλεισε την καριέρα του σαν ποδοσφαιριστής (και παρέμεινε σαν πρόεδρος) στην ομάδα της καρδιάς του, Mogi Mirim, κλείνοντας έναν κύκλο παλινδρομήσεων από την παιδική αθωότητα στον ψυχρό (έως κυνικό) επαγγελματισμό βρίσκοντας τελικά απάγκιο στην κατασταλαγμένη αθωότητα ενός ευλογημένου (σε ταλέντο και επιτυχίες) και πάμπλουτου (σε εμπειρίες και υλικά αγαθά) προσώπου. Στις 14 Ιουλίου 2015, ένα μήνα πριν κρεμάσει οριστικά τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια και περάσει στο hall of fame των ποδοσφαιρικών ηρώων, έγραψε ιστορία σκοράροντας στον ίδιο αγώνα με τη φανέλα της Mogi Mirim ο ίδιος και ο γιος του (Rivaldinho). Η ιστορική στιγμή που πατέρας (Rivaldo) και γιος (Rivaldinho) σκοράρουν για λογαριασμό της Mogi Mirim στον ίδιο αγώνα... Ένα αφιέρωμα στον Ribo θα ήταν λειψό, αν δεν περιελάμβανε τις μεγάλες στιγμές δόξας και καταξίωσης με τη φανέλα της «Σελεσάο», τη συμμετοχή στην οποία ονειρεύεται κάθε παιδί που ξεκινάει ξυπόλητο να κλωτσάει ένα χιλιομπαλωμένο τόπι στις αλάνες της χώρας του καφέ. Το ντεμπούτο με το εθνόσημο στο στήθος έγινε το 1993 με αντίπαλο το Μεξικό. Το 1996 κατέκτησε το χάλκινο ολυμπιακό μετάλλιο, χωρίς πάντως να λάμψει το άστρο του όπως θα ανέμεναν πολλοί. Το 1998, στη σκιά του «Φαινομένου», ο Rivaldo έκανε αθόρυβη δουλειά, πετυχαίνοντας τρία τέρματα, τα δύο εκ των οποίων έκριναν τον προημιτελικό απέναντι στους αξιόμαχους Δανούς (3-2). Το 1999 κατέκτησε ως απόλυτος πρωταγωνιστικής (πρώτος σκόρερ και MVP του τουρνουά) το Copa America, γεγονός που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανακήρυξή του σε καλύτερο παίκτη στον κόσμο εκείνη τη σεζόν. Η πιο εμβληματική του παρουσία με τα χρώματα της Βραζιλίας θα είναι για πάντα το Μουντιάλ του 2002, όπου με ισάξιους συνοδοιπόρους τους Ronaldo και Ronaldinho, σήκωσαν για 5η φορά στην ιστορία της χώρας το πολύτιμο τρόπαιο (με 7 νίκες σε 7 αγώνες, ρεκόρ στην ιστορία της διοργάνωσης). Ο μαγικός συνδυασμός με τον Ronaldinho και το άψογο τελείωμα του Ribo στον αγώνα με την Αγγλία μπορεί να επισκιάσθηκε από το επικό κρέμασμα του Seaman από τον Roni, ωστόσο ήταν καθοριστικό ισοφαρίζοντας την αναμέτρηση λίγο πριν το ημίχρονο. Οι μοναδικές παραστάσεις της «Αγίας Τριάδας» στα γήπεδα της Ν. Κορέας και της Ιαπωνίας, θαμπώθηκαν εν μέρει από την αντισυναδελφική συμπεριφορά του Rivaldo, ο οποίος με κακοπαιγμένο θέατρο (πέφτοντας και πιάνοντας το πρόσωπό του) ξεγέλασε το διαιτητή κερδίζοντας την αποβολή του αθώου Hakan Unsal στη ζόρικη πρεμιέρα με την Τουρκία. Το «Φαινόμενο» μπορεί να αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ και MVP του τουρνουά, ωστόσο ο προπονητής της Σελεσάο, Luis Filipe Scolari, έχρισε πολυτιμότερο παίκτη τον Rivaldo. Το τελευταίο του γκολ σε εθνικό επίπεδο σημειώθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2003 κόντρα στο Περού (1-1) και η τελευταία του συμμετοχή τρεις μέρες αργότερα απέναντι στην Ουρουγουάη. Οι εξαιρετικές εμφανίσεις του με τον Ολυμπιακό δεν ήταν αρκετές για να τον επαναφέρουν σε μια ομάδα-γαλαξία αστέρων, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές οι Βραζιλιάνοι δημοσιογράφοι επιχειρηματολογούσαν υπέρ της επιστροφής του ιδίως μετά από μεγάλες αποτυχίες (Μουντιάλ 2006). Συνολικά, με τη φανέλα της Σελεσάο, ο Ribo αγωνίστηκε 74 φορές σημειώνοντας 35 τέρματα. Η μαγική συνεργασία Ribo-Roni για την ισοφάριση στον προημιτελικό του Μουντιάλ της Άπω Ανατολής με αντίπαλο την Αγγλία... Το "θέατρο" με την Τουρκία, η πιο θαμπή σελίδα σε μια λαμπρή καριέρα... Δεν είναι εύκολο να περιγράψουμε τι είδους παίκτης υπήρξε ο Rivaldo. Σίγουρα πρόκειται για είδος υπό εξαφάνιση την εποχή της ταχυδύναμης, της τακτικής προσέγγισης και της εμπορευματοποιημένης αυτοματοποίησης του αθλήματος. Ήταν ένα σπάνιο κράμα αρχοντιάς, τεχνικής, αντίληψης και μοναδικής αίσθησης του γκολ. Στην καλή του μέρα μπορούσε να αντιμετωπίσει εύκολα με το μαγικό του αριστερό πόδι κάθε σχέδιο εξουδετέρωσής του. Υπήρξε ένας Raumdeuter, προτού καν εμφανιστεί στο προσκήνιο ο όρος, για να περιγράψει την «ατσούμπαλη ιδιοφυϊα» που λέγεται Thomas Mueller. Δεν είχε τις κινήσεις ενός κλασικού φορ ούτε την τακτική ευελιξία ενός μοντέρνου δεκαριού, αλλά είχε τα τελειώματα και την αντίληψη χώρου ενός second striker (και σέντερ φορ και δεκάρι). Δεν είχε την ταχύτητα και τις ανασταλτικές αλληλοκαλύψεις ενός πλάγιου χαφ-εξτρέμ, αλλά συγκλίνοντας και σουτάροντας με το φονικό αριστερό του πόδι μπορούσε να ανταποκριθεί με απόλυτη επιτυχία ακόμα και στους πειραματισμούς του μισητού του Van Gaal.
Ένας ποδοσφαιριστής λίγο απ’ όλα που έδρασε κι έλαμψε στο μεταίχμιο μιας ριζικής αλλαγής εποχής. Απ’ το «όλοι για έναν κι ένας για όλους» στο «ένας για όλους κι όλοι για έναν», απ’ το «ξέρω μπάλα» στο «ξέρω ποδόσφαιρο». Ένα παιδί με τη στάμπα του ρομαντικού κήρυκα μιας χαμένης αθωότητας που μεταμορφωνόταν σε ψυχρό ορθολογιστή-killer στις ενδογηπεδικές (π.χ. όταν εκτελούσε φάουλ) και στις εξωγηπεδικές (π.χ. όταν διαπραγματευόταν ένα νέο συμβόλαιο) του «στιγμές». Ένας παγκόσμιος αστέρας που τίμησε για τέσσερα χρόνια την ταπεινότητά μας, χωρίς να πρέπει να ξεχνάμε ότι το ελληνικό πρωτάθλημα του πρόσφερε μια σανίδα σωτηρίας για να σταθεί ξανά στα πόδια του και να μη φύγει πρόωρα και ξαφνικά από την ενεργό δράση. Σε τελική ανάλυση, η καριέρα του είναι μια απόδειξη ότι τα πράγματα στη ζωή δεν κρίνονται με όρους «άσπρου-μαύρου». Ένας μάγος μπορεί να φέρεται ενίοτε σαν ορθολογιστικό ρομπότ (κυριολεκτικά και μεταφορικά «χρυσοθήρας»), ένας ρομαντικός πρωταγωνιστής της παιδικής μας αθωότητας (της γοητευτικής μας αφέλειας) μπορεί κάλλιστα να δρα σαν άψογος (ή ψυχρός) επαγγελματίας. Στο πρόσωπό του συμπυκνώνεται, συνεπώς, η διαλεκτική σύνθεση των αντιφάσεων, ένα άκρως διδακτικό μήνυμα για να επανεξετάσουμε κάποιες δογματικές βεβαιότητες του ατομικού, πολιτικού και κοινωνικού μας βίου.
0 Comments
|
Author |